Βροντή του Θεού της Αμπέλου ή Lei Gong Teng
ή lei gong teng
Από τον Κωνσταντίνος Γρίβα βοτανολόγο θεραπευτή
ΠΚΙ (Iespa@hol.gr) Ακαδημία Αρχαίας Ελληνικής και Παραδοσιακής Κινέζικης Ιατρικής
ΕΠΙΓΡΑΜΜΑ
Το lei gong teng είναι ένα βότανο που εισήχθη στην επίσημη Κινεζική φαρμακοποιία κατά τις αρχές του 20ου αι. και συνήθως δεν διδάσκεται στο πλαίσιο της Κινεζικής Βοτανοθεραπείας. Παρόλη την τοξικότητα και τις σημαντικές παρενέργειες που παρουσιάζει η χρήση του, χορηγεί-ται σήμερα εκτεταμένα στην Κίνα στα περισσότερα αυτοάνοσα νοσήματα, καθώς και σε διάφορους τύπους καρκίνου, χάρη στην αποτελεσματικότητά του. Τα τελευταία χρόνια μια σειρά από έρευνες σε δυτικά ινστιτούτα δημιούργησαν μεγάλο ενδιαφέρον στις ΗΠΑ και την Ευρώπη για το σχετικά άγνωστο αυτό φυτο
ΟΝΟΜΑΣΙΑ
Ο Κινεζικός όρος (léi gōng téng 雷公藤) αναφέρεται στο ξύλο της ρίζας του είδους Tripterygium wilfordii J.D.
Hooker, της οικογένει-ας Celastraceae, που φέρει την φαρμακευτική ονομασία Medulla Radicis Tripterygii.
Άλλες Κινεζικές ονομασίες είναι: cài chóng yào, duàn cháng căo, hóng yào, huáng téng ή huáng téng mú, zi jin
pi (Μανδαρίνικα), leui gung tang (Καντονέζικα) (Bensky et al. 2004). Πιο πρόσφατα έχουν αρχίσει να
χρησιμοποιούνται και τα φύλλα του φυτού. Είναι το μοναδικό είδος του γένους στην Κίνα και θεωρείται πλέον
συνώνυμο με τα Aspidopterys hypoglauca H. Léveillé, Tripterygium hypoglaucum (H. Léveillé) Hutchinson και
T. regelii Sprague & Takeda (Wu et al. 2008). Στα Αγγλικά συνήθως αποκαλείται Thunder God’s vine,
Thunder Duke’s Vine ή Yellow vine root pith.
ΒΟΤΑΝΙΚΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
Πρόκειται για ένα είδος πολυετούς αναρριχητικού φυλλοβόλου, που φθάνει σε ύψος τα 2-6 m (σπανιότερα ως
10 m) (Wu et al. 2008). Ιθαγενές των υποτροπικών περιοχών της ΝΑ Κίνας (Anhui, Fujian, Guangdong,
Guangxi, Guizhou, Hubei, Hunan, Jiangsu, Jiangxi, νότιο Jilin, νοτιοανατολικό Liaoning, Sichuan, Xizang,
Yunnan και Zhejiang), της Ταϊβάν (στις βόρειες περιοχές), της Ιαπωνίας, Κορέας και βορειοανατολικής
Βιρμανίας (Myanmar), ευδοκιμεί σε εύφορα εδάφη μικτών δασών ή στα δασοόρια, σε σκιερές, υγρές πλαγιές,
κατά μήκος δασωμένων ρεμάτων και σε ορεινές κοιλάδες, με υψόμετρα 100-3500 m. Τα φύλλα του είναι
ωοειδή, ωοειδή-προμήκη ή ωοειδή-ελλειπτικά, με πριονωτή περιφέρεια, μήκος 8,5-12,5 cm και λεία ή
χνουδωτή επιφάνεια. Ανθίζει τον Μάιο-Οκτώβριο σε ταξιανθίες με μικρά λευκά, πρασινωπά ή κιτρινοπράσινα
πενταμερή άνθη, μεγέθους 4-6 x 4-6 mm. Ο δίσκος των στημόνων έχει έντονο πράσινο χρώμα, ενώ το στίγμα
του ύπερου είναι φωτεινό ιώδες. Ο καρπός του είναι σαμάρα (τύπος αχαινίου) με πράσινο ή φαιοπράσινο
χρώμα, διαστάσεων 1,3-1,9 x 1,2-1,5 cm και ωριμάζει Αύγουστο ως Νοέμβριο.
ΣΥΣΤΑΤΙΚΑ
Το πρώτο συστατικό που απομονώθηκε από τη ρίζα του Tripterygium wilfordii J.D. Hooker ήταν το διτερπένιο
tripterine, το 1936 από τον Zhao Cheng-gu. Σύμφωνα με τις μέχρι στιγμής μελέτες το είδος περιέχει
περισσότερες από 70 χημικές ενώσεις: αλκαλοειδή (wilfordine, wilforgine, wilfortrine, wilforzine, wilforine κλπ.),
μακροκυκλικά αλκαλοειδή (π.χ. celacemine, celabenzine, celafurine, celecinnine), σεσκιτερπενικά αλκαλοειδή
(wilfornine), εποξυδιτερπένια (triptolide, tripdiolide, triptonide, triptonolide, triptophenolide, hypolide κλπ.), άλλα
διτερπένια (tripterine, triptonoterpene, triptolidenol), τριτερπένια (επτά συνολικά, μεταξύ των οποίων η
triptophenolide), dulcitrol, γλυκοσίδια (triptotriterpenic acid, orthosphenic acid, wilforlide A και B κλπ.),
trichlorolide, galactitol, evonymine, β-sitosterol, epicatechuic acid, glycoside και βιταμίνη C. Βασικότερα
δραστικά συστατικά θεωρούνται τα αλκα-λοειδή και τα διτερπένια (Holmes 1997, Bensky et al. 2004, Yang2005).
ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ
Όπως προαναφέρθηκε στην Κινεζική φαρμακοποιία χρησιμοποιείται το ξύλο της ρίζας, που περιλαμβάνεται
στην κατηγορία των βοτάνων μέτριας δύναμης, με αθροιστική και οξεία τοξικότητα, ενώ πιο πρόσφατα έχουν
αρχίσει να χρησιμοποιούνται και τα φύλλα του.
Στην Παραδοσιακή Κινεζική Ιατρική το βότανο αυτό θεωρείται ότι έχει δριμεία και πικρή γεύση, πολύ ψυχρή
φύση και είναι ιδιαίτερα τοξικό. Επιδρά πρωτίστως στα κανάλια του ήπατος και σπληνός (στον Holmes 1997
αναφέρονται τα κανάλια ήπατος και ουροδόχου κύστης).
Πρόκειται για πολύ πρόσφατη προσθήκη στην επίσημη τουλάχιστον Κινεζική φαρμακοποιία. Η πρώτη
αναφορά στη χρήση του βρίσκεται στο έργο Zhōng guó yào zhí zhì(Medicinal Plants of China), αγνώστου
συγγραφέα, πιθανόν των αρχών του 20ου αι. (Bensky et al. 2004). Σύμφωνα με την Παραδοσιακή Κινεζική
Ιατρική χρησιμοποιείται κυρίως σε σύνδρομα μπι (bì zhèng, 痹症) με άνεμο, υγρασία και θερμότητα, που
εκδηλώνονται με αρθραλγίες, μούδιασμα ή οιδήματα αρθρώσεων, επίμονες δερματίτιδες και κνησμό. Στον
Bensky (3η εκδ., 2004, σελ. 1049) το lei gong teng τοποθετείται στην κατηγορία των βοτάνων υπό κατάργηση
(obsolete) και ειδικότερα στην υποκατηγορία όσων παρουσιάζουν επικίνδυνη τοξικότητα (Section 1:
Substances with Unacceptable Toxicity).
Το lei gong teng ψύχει ισχυρά αποβάλλοντας τη θερμότητα, διαλύει τις τοξίνες, μαλακώνει τους συνδέσμους,
τονώνει το αίμα, ξεμπλοκάρει τις στάσεις, περιορίζει τα οιδήματα και τον πόνο που σχετίζεται με αυτά,
σκοτώνει κυρίως εντερικά παράσιτα και ανακουφίζει από τον κνησμό. Επειδή αναλώνει το τσι και βλάπτει το
αίμα (xuè 血), χορηγείται συνήθως μαζί με τονωτικά βότανα όπως τα Astragali Radix (huáng qí,黄芪),
Codonopsis Radix (dăng shēn, 党参), Lycii Fructus (gŏu qĭ zĭ,枸杞子) και Spatholobi Caulis (jī xuè
téng,鸡血藤).
Χρησιμοποιείται ειδικά σε επίμονα σύνδρομα μπι, σε συνδυασμό με άλλα βότανα, όπως το Clematidis Radix
(wēi líng xiān,威灵 仙), Angelicae pubescentis Radix (dú huó,独活) και Gentianae macrophyllae Radix (qín
jiāo,秦艽).
Μια δεύτερη σημαντική κατηγορία χρήσης του βοτάνου ήταν η αποβολή υγρασίας ειδικά σε περιπτώσεις με
επίμονο κνησμό και δερματίτιδα, όπου χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με Saposhnikoviae Radix (fáng
fēng,防风), Tribuli Fructus (jí lí, 蒺 藜) και Kochiae Fructus (dì fū zǐ 地肤子) (Bensky et al. 2004).
Υπό την οπτική της δυτικής ιατρικής το lei gong teng μπορεί να θεωρηθεί αναλγητικό, χαλαρωτικό και
αντιφλεγμονώδες, κυρίως του μυοσκελετικού συστήματος. Χορηγείται σε οξεία μυοσκελετικά προβλήματα με
αρθραλγίες, όπως στη ρευματοειδή αρθρίτιδα, νευραλγίες, ερυθηματώδη λύκο, πολυμυοσίτιδα κλπ.
Θεωρείται επίσης ανοσοκατασταλτικό και αντιαλλεργικό, σε περιπτώσεις αυτοάνοσων νοσημάτων, όπως η
ρευματοειδής και ψωριασική αρθρίτιδα, ο ερυθηματώδης λύκος, ψωρίαση, σύνδρομο Behcet, αγκυλωτική
σπονδυλίτιδα, σύνδρομα Sjögren και Reiter, δερματομυοσίτιδα, αλλεργική πορφύρα, αλλεργική αγγειίτιδα και
σκλήρυνση κατά πλάκας (Bensky et al. 2004).
Την τελευταία εικοσαετία το βότανο αυτό έχει συγκεντρώσει την προσοχή των ερευνητών στην Κίνα κυρίως
στη θεραπεία της ρευματοειδούς αρθρίτιδας, αλλά και του ερυθηματώδους λύκου, της ψωρίασης, της
νεφρίτιδας και των καρκινικών όγκων. Οι σχετικές έρευνες πάνω στο είδος έφθασαν στα απόγειό τους στις
δεκαετίες του 1980-90, με τρία εθνικά συμπόσια αφιερωμένα στο βότανο αυτό: στο Honghu (1987), Wuhan
(1991) και Nanjing (1995).
Το ενδιαφέρον αυτό οδήγησε και σε παράλληλη ανάπτυξη των τεχνικών καλλιέργειας, κυρίως στις επαρχίες
Fujian και Jiangxi.
Ο Κινεζικός Σύνδεσμος Ολοκληρωμένης Ιατρικής (Chinese Association of Integrative Medicine) διοργάνωσε
ένα τέταρτο –διεθνές αυτή τη φορά – συμπόσιο που πραγματοποιήθηκε στη Shanghai τον Μάιο του 2004,
όπου παραβρέθηκαν περισσότεροι από 240 επιστήμονες από όλες τις περιοχές της Κίνας, καθώς και από την
Ιαπωνία, Γαλλία και ΗΠΑ. Σύμφωνα με μια έρευνα αγοράς το 2005, τουλάχιστον 20 κινεζικές φαρμακευτικές
εταιρείες συμμετείχαν ενεργά στις έρευνες για το lei gong teng, ενώ περίπου 100 εκατομμύρια Κινέζοι είχαν
χρησιμοποιήσει κάποιο σχετικό παρασκεύασμα (Qin & Lin 2005).
ΔΟΣΟΛΟΓΙΑ & ΤΡΟΠΟΣ ΛΗΨΗΣ
Η δοσολογία του βοτάνου είναι 9-12 gr (Bensky et al. 2004) (6-20 gr στον Holmes 1997) σε αφέψημα ή 1-3 ml
σε βάμμα. Το lei gong teng πρέπει να χρησιμοποιείται μόνο υπό επίβλεψη.
Η χορήγηση ξεκινά από μικρές δόσεις που αυξάνονται μόνο αν μετά από δύο εβδομάδες δεν έχουν
καταγραφεί αποτελέσματα. Σε γενικές γραμμές συνιστάται η διακοπή για 7-10 ημέρες μετά από χορήγηση
ενός μήνα, ανάλογα με την αντίδραση του ασθενή και τη σοβαρότητα της κατάστασής του. Οι παρενέργειες
μπορούν να μετριαστούν αν το παρασκεύασμα χορηγηθεί μετά από τα γεύματα, με ταυτόχρονη λήψη
βιταμίνης Β6 ή αντιόξινων.
Συνιστάται απαραίτητα η παρακολούθηση της θεραπείας και των παρενεργειών με αιματολογικές εξετάσεις. Σε
περίπτωση έντονων παρενεργειών η χορήγηση του βοτάνου πρέπει να σταματήσει και να ληφθούν μεγάλες
δόσεις βιταμίνης B4 και C. Θα πρέπει να χρησιμοποιούνται μόνο φυτά με γνωστή περιεκτικότητα σε
τριπτολίδη, που άλλωστε αποτελεί και το βασικό κριτήριο ποιότητας (περιεκτικότητα σε τριπτολίδη 7-10%,
Bensky et al. 2004).
Στην πράξη στις κλινικές της Κίνας χορηγείται σε μορφή χαπιού (εκχύλισμα ρίζας/φύλλων ή δραστική ουσία,
όπως η τριπτολίδη) για χρονικό διάστημα συνήθως 3 μηνών, ενώ οι ασθενείς βρίσκονται υπό παρακολούθηση
για ηπατική ή νεφρική ανεπάρκεια, με συχνές εξετάσεις αίματος. Από τις διάφορες μελέτες που έχουν
διεξαχθεί, οι σχετικές δοσολογίες που έχουν χρησιμοποιηθεί περιλαμβάνουν (Zhou et al. 1999, Qin & Lin
2005, Zhang et al. 2005, Fu et al. 2013): 60 mg/ημέρα εκχυλίσματος φύλλων σε περιπτώσεις ρευματοειδούς
αρθρίτιδας για 12 εβδομάδες ή 180 ως 360 mg/ημέρα εκχυλίσματος ρίζας.
ΤΟΞΙΚΟΤΗΤΑ
Το lei gong teng έχει αποδειχθεί εξαιρετικά αποτελεσματικό σε αρκετά σοβαρά νοσήματα, αλλά παρόλα αυτά
είναι τοξικό με πολλές παρενέργειες και η χρήση του έχει οδηγήσει σε αρκετούς θανάτους. Υπάρχουν 4
βασικές αιτίες για την τοξικότητα αυτή (Bensky et al. 2004):
1. Υπερβολική δόση ή χρήση φρέσκου φλοιού ρίζας (30-60 gr θεωρούνται θανατηφόρος δόση για έναν
ενήλικο).
2. Χρήση των τρυφερών κορυφών, κυρίως από άτομα με τάσεις αυτοκτονίας (η θανατηφόρος δόση
υπολογίζεται στα 12 gr).
3. Τυχαία κατανάλωση μελιού που παράγεται από ανθοφορία του είδους Tripterygium wilfordii J.D. Hooker.
4. Καθότι έχουν συμβεί σοβαρές δηλητηριάσεις στο πλαίσιο της ασφαλούς δοσολογίας, φαίνεται ότι ένα
σοβαρό αίτιο είναι η προδιάθεση του ασθενούς.
Εσωτερικά χρησιμοποιείται το λιγότερο τοξικό τμήμα του βοτάνου. Για τον σκοπό αυτόν αφαιρούνται
τουλάχιστον δύο στρώματα φλοιού (εξωτερικός και εσωτερικός φλοιός) και χρησιμοποιείται το υπόλοιπο ξύλο
της ρίζας ως αφέψημα ή βάμμα. Λιγότερο τοξικά είναι τα μεγαλύτερα σε ηλικία φυτά. Το βράσιμο πρέπει να
διαρκεί τουλάχιστον 3 ώρες. Όπως προαναφέρθηκε είναι ασφαλέστερη η διακοπτόμενη χρήση του βοτάνου.
Το μέγιστο αποτέλεσμα επιτυγχάνεται μετά από τρεις μήνες θεραπείας. Μετά την περίοδο αυτή χορηγείται
δόση ενός τρίτου της αρχικής για συντήρηση. Σε εξωτερική χρήση μπορεί να χρησιμοποιηθεί ολόκληρο το
φυτό σε περιστατικά αρθρίτιδας, δήγματα φιδιών, κνησμό, εκζέματα κλπ. Τα φύλλα και ο φλοιός της ρίζας
χρησιμοποιούνται επίσης για τη θανάτωση αρουραίων, προνυμφών κλπ. (Bensky et al. 2004).
ΑΝΤΕΝΔΕΙΞΕΙΣ & ΠΑΡΕΝΕΡΓΕΙΕΣ
Η λήψη του βοτάνου αντενδείκνυται στην εγκυμοσύνη, τον θηλασμό ή σε νεαρές γυναίκες, καθώς και σε
αιμορραγίες, καρδιοπάθειες, νεφροπάθειες, νοσήματα σπληνός, ήπατος ή γαστρεντερικά. Τα βασικά
συμπτώματα (Bensky et al. 2004) στην περίπτωση οξείας δηλητηρίασης εμφανίζονται αμέσως ως και δύο
ώρες μετά την κατάποση και περιλαμβάνουν βίαιους έμετους, ξηροστομία, καυστικό πόνο στην άνω κοιλιακή
χώρα ή το δεξιό υποχόνδριο, έντονη διάρροια, ηπατομεγαλία, ίκτερο, πόνο στο στήθος, αίσθηση παλμών,
δύσπνοια, αδύναμο σφυγμό, υπόταση, πνευμονικό οίδημα, διάφορους τύπους καρδιακής αρρυθμίας
(περιλαμβάνοντας την φλεβοκομβική ταχυκαρδία και κολποκοιλιακό αποκλεισμό), νευρολογικά συμπτώματα,
όπως ίλιγγο, κεφαλαλγία, ευερεθιστότητα, ληθαργικότητα, μυαλγίες, άκαμπτη γλώσσα, ασαφή ομιλία, απώλεια
ελέγχου του σώματος (παρόμοια με μέθη), διπλωπία, απώλεια αντανακλαστικού επιγονατίδας, σπασμούς και
κώμα. Συμπτώματα στο ουροποιητικό μπορεί να εμφανιστούν 1-3 ημέρες μετά την κατάποση και
περιλαμβάνουν κολικούς νεφρού, ολιγουρία, πρωτεϊνουρία και σε σοβαρές περιπτώσεις αιματουρία και
ανεπάρκεια νεφρών. Η βασική αιτία θανάτου είναι η νεφρική ανεπάρκεια και η καταπληξία.
Ακόμη και σε ασθενείς χωρίς οξέα συμπτώματα, η παρατεταμένη χρήση μπορεί να οδηγήσει σε χρόνια
τοξίκωση με ανορεξία, αίσθηση καύσου, αίσθηση πληρότητας στο επιγάστριο, ήπια διάρροια και σε σοβαρές
περιπτώσεις ναυτία, έμετο, έντονη διάρροια, ρήξη και αιμορραγία χειλέων και στοματικής κοιλότητας, ρήξη
συνέχειας του δέρματος, ερύθημα, αίσθηση παλμών, αίσθηση βάρους στο στήθος, υπόταση, καρδιακές
αρρυθμίες (κολποκοιλιακός αποκλεισμός), ναυτία, επιγάστρια δυσφορία, διαταραχές λειτουργίας ήπατος και
νεφρών, αμηνόρροια, εμμηνόπαυση, μειωμένη σπερματογένεση (βλάβες στο σπερματογόνο επιθήλιο),
συρρίκνωση όρχεων και λευκοπενία (Zhou et al. 1999, Bensky et al. 2004). Σπανιότερα εμφανίζονται
θρομβοκυτταροπενία και αναιμία. Επίσης έχουν αναφερθεί αλλεργικές αντιδράσεις μετά από χορήγηση
ενέσιμων μορφών του βοτάνου.
Το lei gong teng ΣΤΗ ΔΥΣΗ
Την τελευταία διετία δημιουργήθηκε αναβρασμός στα μέσα ενημέ-ρωσης του δυτικού κόσμου σχετικά με τις
αντικαρκινικές ιδιότητες του lei gong teng, γεγονός που προκλήθηκε από τη δημοσίευση μιας μελέτης που
πραγματοποιήθηκε στο Masonic Cancer Center του Πανεπιστημίου της Minnesota (Hingorani & Potter 2012).
Πιο συγκεκριμένα βρέθηκε ότι όγκοι καρκίνου του παγκρέατος σε πει-ραματόζωα εξαφανίστηκαν μετά από 40
ημέρες, ακόμα και μετά τη διακοπή της θεραπείας, εντυπωσιάζοντας τους επιστήμονες που συμμετείχαν στο
πρόγραμμα. Για τη διερεύνηση των ιδιοτήτων της τριπτολίδης του lei gong teng δημιουργήθηκε στη Minnesota
μια νέα φαρμακευτική εταιρεία (Minneamrita Therapeutics) η οποία ερευνά ένα προϊόν, που βρίσκεται ακόμα
στη Φάση 1 (έλεγχος ασφάλειας – safety screening). Το νέο χημικό φάρμακο που ονομάστηκε Minnolide (από
τις λέξεις Minnesota και triptolide) είναι υδατοδιαλυτό σε αντίθεση με την τριπτολίδη και φέρεται να έχει εξίσου
καλά αποτελέσματα (Chugh et al. 2012). Δυστυχώς μέχρι στιγμής δεν έχει ανακοινωθεί κάτι σχετικά με
κλινικές μελέτες. Πα-ρόλο που η έρευνα της ομάδας στη Minnesota φαίνεται ότι τάραξε τα νερά της διεθνούς
επιστημονικής κοινότητας, οι αντικαρκινικές δυνατότητες της τριπτολίδης και μάλιστα ειδικά στον καρκίνο του
παγκρέατος ήταν ήδη γνωστές εδώ και αρκετά χρόνια, όπως φαίνεται από τις σχετικές κινεζικές (Fu 2013) και
μη ανακοινώσεις (Phillips et al. 2007). Σύμφωνα με τους ερευνητές της δεύτερης δημοσίευσης η τριπτολίδη
φαίνεται ότι παρεμποδίζει τον σχηματισμό πρωτεϊ-νών θερμικού σοκ (HSP70s), στην παραγωγή των οποίων
οφείλεται σε μεγάλο βαθμό η ανθεκτικότητα των κυττάρων του παγκρεατικού καρκίνου στις χημειοθεραπείες.
Σαν αποτέλεσμα, η τριπτολίδη σε δόσεις 0,2 mg/kg/ημέρα, για 60 ημέρες σε πειραματόζωα μείωσε σημαντικά
τόσο τους παγκρεατικούς όγκους, όσο και τη μετάσταση στα γειτονικά όργανα, συγκριτικά με την ομάδα
μάρτυρα (Phillips et al. 2007).
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Το lei gong teng φαίνεται να επιβεβαιώνει για μια ακόμη φορά τις φαρμακευτικές δυνατότητες των τοξικών
βοτάνων. Τόσο τα παρασκευάσματα του βοτάνου (εκχυλίσματα ξύλου ρίζας ή φύλλων),
όσο και οι δραστικές του ουσίες (π.χ. τριπτολίδη) έχουν ήδη βοηθήσει σημαντικά ασθενείς με δύσκολες
παθήσεις και αφήνουν ελπίδες για ακόμα σημαντικότερα αποτελέσματα στο άμεσο μέλλον, σε συνδυασμό με
άλλα βότανα ή συμβατές θεραπευτικές μεθόδους.
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ
Ευχαριστούμε θερμά τον καθηγητή Wang Yijun (δντής του Τμήματος Ρευματολογίας και Ανοσολογίας του
Πανεπιστημίου Wangjing Hospital of Chinese Medical Science, Πεκίνο) για τη γνώση που μας μετέδωσε
σχετικά με την αντιμετώπιση των συνδρόμων μπι, καθώς και τον φίλο και συνάδελφο Oleg Ananiev για την εξ
αποστάσεως αμέριστη βοήθεια του, τόσο από πλευράς κινεζικής βιβλιογραφίας, όσο και προσωπικής
επικοινωνίας με την καθηγήτρια Han, με τετραετή εμπειρία στη χρήση του lei gong teng για τη θεραπεία της
ρευματοειδούς αρθρίτιδας.
Leave a reply